θεμιστεία

θεμιστεία
θεμιστ-εία, ,
A a giving of oracles, Str.17.1.43.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θεμιστείας — θεμιστείᾱς , θεμιστεία a giving of oracles fem acc pl θεμιστείᾱς , θεμιστεία a giving of oracles fem gen sg (attic doric aeolic) θεμιστεί̱ᾱς , θεμιστεῖος of law and right fem acc pl θεμιστεί̱ᾱς , θεμιστεῖος of law and right fem gen sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεμιστείαις — θεμιστεία a giving of oracles fem dat pl θεμιστεί̱αις , θεμιστεῖος of law and right fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεμιστείος — θεμιστεῖος, ία, ον (Α) 1. νόμιμος, δίκαιος («θεμιστεῖον σκᾶπτον» το σκήπτρο τής δικαιοσύνης, τής δίκαιης κρίσεως, Πίνδ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ή θεμιστεία μαντεία, προφητεία, χρησμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι) (γεν. θέμιστ ος) + κατάλ. είος, πρβλ. οικ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”